πλημμελῇ — πλημμελέω make a false note in music pres subj mp 2nd sg πλημμελέω make a false note in music pres ind mp 2nd sg πλημμελέω make a false note in music pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… … Dictionary of Greek
κακοτροφώ — κακοτροφῶ, έω (Α) 1. (κυρίως για φυτά) (ενεργ. και μέσ. και με την ίδια σημασ.) τρέφομαι κακώς 2. παθ. κακοτροφούμαι, έομαι (για αμπέλι) έχω κακή, πλημμελή περιποίηση, μέ περιποιούνται ατελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τροφῶ (< τροφος <… … Dictionary of Greek
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek
παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… … Dictionary of Greek
παραπρεσβεία — η, ΝΜΑ [παραπρεσβεύω] παράνομη και δόλια πρεσβεία, πρεσβεία που γίνεται κατά παράβαση τών εντολών τής πολιτείας και με αντεθνικούς σκοπούς («παρανόμων ἤ παραπρεσβείας... ἔμελλον αὐτοῡ κατηγορεῑν», Δημοσθ.) αρχ. φρ. «παραπρεσβείας γραφή» (αττ. δίκ … Dictionary of Greek
πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… … Dictionary of Greek
σπρου — η, Ν άκλ. ιατρ. νόσος που συνδυάζεται με πλημμελή διατροφή και προκαλείται από ανεπαρκή κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών, δημητριακών ολικής αλέσεως, νωπών φρούτων, βιταμινών, αλατιού και ανόργανων αλάτων, αλλ. τροπική σπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην… … Dictionary of Greek